- ἄοικος
- ἄοικοςhouselessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅοικος — ἄοικος , ἄοικος houseless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… … Dictionary of Greek
ἄοικον — ἄοικος houseless masc/fem acc sg ἄοικος houseless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοικότερος — ἄοικος houseless masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκοις — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκου — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκους — ἄοικος houseless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκων — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκῳ — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄοικα — ἄοικος houseless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)